- ἀλείφεται
- ἀλείφωanoint the skin with oilpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έγχριστος — ἔγχριστος, ον (Α) (για φάρμακο) αυτό που αλείφεται … Dictionary of Greek
έντριψη — ἔντριψις, η (Α) εντριβή, επάλειψη με αλοιφή ή υγρό, μασάζ αρχ. 1. επάλειψη τού προσώπου με ψιμύθιο ή άλλο καλλυντικό 2. η ουσία με την οποία αλείφεται ή τρίβεται κανείς, κυρίως το ψιμύθιο … Dictionary of Greek
αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… … Dictionary of Greek
ελαιακόνη — η (Μ ἐλαιακόνη) ακόνη που για να χρησιμοποιηθεί αλείφεται με λάδι … Dictionary of Greek
κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… … Dictionary of Greek
λαδάκονο — το ακόνι που αλείφεται με λάδι όταν χρησιμοποιείται, η ελαιακόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + ακόνι] … Dictionary of Greek
λαλάγγη — λαλάγγη, ἡ (Α) είδος τηγανίτας που παρασκευάζεται από αραιό ζυμάρι και λάδι και αλείφεται με μέλι ή γλυκό κουταλιού ή πασπαλίζεται με ζάχαρη, η λαλαγγίτα … Dictionary of Greek
ματερία — ματερία, ἡ (Α) 1. η ζύμη («ἀλείφεται ἡ μάκτρα ὑποπασσομένης μήκωνος ἐφ ᾗ ἐπιτίθεται ἡ ματερία», Αθήν.) 2. ξυλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. materia «ύλη»] … Dictionary of Greek
ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… … Dictionary of Greek
ταρίχευση — Επεξεργασία που σκοπό έχει να εμποδίσει την αποσύνθεση των πτωμάτων. Πολύ διαδεδομένη κατά την αρχαιότητα στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, συνδέεται συνήθως με την πίστη στην αθανασία της ψυχής· ανταποκρίνεται πράγματι στην αντίληψη, ότι η ψυχή… … Dictionary of Greek